The Soundscape of the fire: echoes from Thessaloniki of 1917 (Folklife and Ethnological Museum of Makedonia – Thrace)

(Better with Speakers or headphones that have low frequencies)

Έκθεση στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης με κύριο «έκθεμα» τη σύνθεση ενός ηχοτοπίου (soundscape composition) εμπνευσμένη από τα ιστορικά τεκμήρια για το δραματικό γεγονός που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της Θεσσαλονίκης.

Πώς βιώνουν οι κάτοικοι μιας πόλης ένα καταστροφικό συμβάν, όπως μια μεγάλη πυρκαγιά; Πώς εγγράφεται το συμβάν αυτό στη μνήμη της πόλης και πώς μπορούμε σήμερα να το προσεγγίσουμε και να το κατανοήσουμε; Η έκθεση προτείνει ως μέσα τον ήχο και την ακρόαση. Ακούω το ηχοτοπίο της πυρκαγιάς σημαίνει ότι αναζητώ τα νοήματα των ήχων, νοήματα πολιτισμικά, που παράγονται, δηλαδή, στον ιστορικό χωροχρόνο στο πλαίσιο του συλλογικού βίου.
Σύνθεση Ηχοτοπίου: Δημήτρης Μπάκας
Συνεργάτες: Ελένη Καλιμοπούλου και οι Sonor Cities, Ελένη Μπίντση και Ζήσης Σκαμπάλης (Υπέυθυνοι του Μουσείου και της επιμέλειας της έκθεσης)

Ανάλυση Έργου – Σημείωμα Συνθέτη
-Το Ηχοτοπίο της Πυρκαγιάς-
Κάθε τόπος έχει τη δική του ηχητική ταυτότητα, η οποία πραγματώνεται από ήχους που παράγονται ως αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης σχέσης μεταξύ της μορφολογίας, της γεωλογίας, της χλωρίδας και των χαρακτηριστικών φυσικών φαινομένων της περιοχής (π.χ. αέρηδες ή συχνές βροχοπτώσεις) και τη δράση των ζωντανών οργανισμών της περιοχής (συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων). Αυτοί οι τόποι, παρότι είναι δυναμικά πεδία δράσης, δεν χάνουν την αίσθηση της ιδιαίτερης ακουστικής τους ταυτότητας, παρά μόνο με την παρεμβολή κάποιου δραστικού ή και βίαιου φαινομένου όπως ο πόλεμος, η φωτιά, η πλημμύρα, ο σεισμός, κ.ά. Η πυρκαγιά του 1917 στη Θεσσαλονίκη αποτελεί μια τέτοια περίπτωση, η οποία την καθιστά ορόσημο για τη ζωή της πόλης. Ως καταλύτης έρχεται και μεταβάλλει την ηχητική οικολογία του τόπου και δημιουργεί, θέλοντας και μη, συνθήκες για τη δημιουργία νέου ηχητικού τοπίου στα πλαίσια της ανοικοδόμησης και του εκμοντερνισμού της πόλης. Αποτελεί, ωστόσο, από μόνη της ένα ακουστικό γεγονός και σε συνάρτηση με τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου τόπου, την ώρα της δράσης της, δημιουργεί ένα συγκεκριμένο και ιδιαίτερο ηχοτοπίο που αποτυπώνεται στη μνήμη της πόλης και των πολιτών.

-Σύνθεση του Πυρκαγιά του 17-
Κανένα γεγονός δεν υπάρχει αυτόνομα έξω από το συγκείμενο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται. Η φωτιά συνοδεύει τον άνθρωπο από τα πρώτα βήματά του σε αυτόν τον πλανήτη. Η μνήμη της είναι δεμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο με διαφορετικής «υφής» βιώματα (φωτισμός, μαγείρεμα, ζεστασιά – κάψιμο, πυρκαγιά, πόλεμος), με αποτέλεσμα να αφήνει μέσα μας θετική και αρνητική αίσθηση ταυτόχρονα. Έτσι στο έργο χρησιμοποιείται με τέτοιον τρόπο ώστε να δηλώνει και να φέρει διαφορετικές μνήμες, όπως η φωτιά του πολέμου, η φωτιά ως ηχητικό αρχέτυπο και η φωτιά ως πυρκαγιά. Σε αντιδιαστολή χρησιμοποιείται στο έργο το νερό με ανάλογη αντιμετώπιση, ενώ με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζονται και άλλοι ήχοι σήματα (δυναμίτες, ήχοι όπλων, ήχοι σφυριών, κλπ).
Η σύνθεση κατασκευάζεται από: α) διαφορετικά «ηχητικά στρώματα», η ένταση των οποίων χρησημοποιείται με τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργεί διαφορετικά επίπεδα αντίληψης (π.χ. ταυτόχρονη έκθεση διακριτών ήχων προσκηνίου, με όχι εύκολα διακριτούς ήχους υποβάθρου, για τη δημιουργία συνειδητής και υποσυνείδητης αίσθησης), β) δομήσεις που συντάσσουν ηχητικούς «υπαινιγμούς» (πχ. σταδιακό μασκάρισμα ενός ήχου από κάποιον άλλον, ως είδος επιβολής), και γ) χρήση ηχητικού μοντάζ (η φωτιά μόνη της ως ακουστικό αρχέτυπο σε αντιπαραβολή με τη φωτιά σε ακουστικό πλαίσιο πυρκαγιάς σε πόλη), ώστε η μνήμη να ανασύρει από το υποσυνείδητο αντιδιαστελλόμενες εμπειρίες του ίδιου ηχητικού αντικειμένου, γεγονότος.q
‘Όλα τα παραπάνω αναπτύσσονται σε μια φόρμα με τρία μέρη: το ηχοτοπίο λίγο πριν την πυρκαγιά, το ηχοτοπίο κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, και το ηχοτοπίο μετά την πυρκαγιά. Τo πρώτο μέρος, με την μορφή ήχων προσκηνίου, αποτελεί ένα μουσικό καλειδοσκόπιο από ηχογραφήσεις γραμμοφώνου που εκφράζει το πολυενθνικό συμφραζόμενο της πόλης (ήχοι κοσμικής ζωής και θρησκευτικής ζωής) δομημένο με τη μορφή ραδιοφωνικού περάσματος, ενώ ως ήχοι υποβάθρου ακούγονται ήχοι πολέμου (όχι εύκολα διακριτοί), κάτι που αναδεικνύει το γενικό συγκείμενο της εποχής (Α ́ Παγκόσμιος Πόλεμος). Το δεύτερο μέρος αποτελείται από τρεις σκηνές κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, στις οποίες, στην πρώτη κυριαρχεί η φωτιά, στη δεύτερη οι προσπάθειες κατάσβεσης με κυρίαρχους ήχους το νερό και τους πυροβολισμούς, ενώ η τρίτη αποτελεί μια μακρινή προοπτική του γεγονότος, στην οποία ακούμε την όλη σκηνή από μακρυά. Οι τρεις σκηνές αναφέρονται σε τρεις διαφορετικές ψυχολογικές συγκρουσιακές αντιδράσεις ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο εκδήλωσης του γεγονότος. Το τρίτο μέρος κατασκευάζεται από δύο ηχητικά στρώματα: α) αυθεντικές συνεντεύξεις από αυτόπτες μάρτυρες και δύο συνεντεύξεις αρχιτεκτόνων και β) ήχους πόλης κατά τη διάρκεια κατασκευής (κτηρίων, δρόμων, κλπ) ως το πλαίσιο εκμοντερνισμού της πόλης.’